- φαινυλοχλωροφόρμιο
- το, Ν χημ. χημική οργανική ένωση που λαμβάνεται με χλωρίωση τού τολουολίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylchloroforme < phenyl (βλ. φαινύλιο) + chloroforme «χλωροφόρμιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροζαμένη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων, ερυθρών και ιωδών χρωστικών υλών, ανάλογων προς τις ροδαμίνες, που προκύπτουν κατά τη συμπύκνωση τών αλκυλο μ αμινοφαινολών με το φαινυλοχλωροφόρμιο … Dictionary of Greek